Κυριακή 29 Απριλίου 2012

Μια ναυτική ιστορία (Ν. Βέλιου, Γ2)

Τον τελευταίο μήνα στο μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας ασχοληθήκαμε με το "Αγνάντεμα" του Α.Παπαδιαμάντη. Με αφορμή λοιπόν αυτό το κείμενο και την εργασία για τους θρύλους από τη ζωή των ναυτικών, αποφάσισα να φτιάξω κι εγώ έναν δικό μου θρύλο. Έτσι γεννήθηκε....
                                                                                
                                           Μια ναυτική ιστορία

Ήταν βράδυ,θυμάμαι που καθόμουν και κοίταζα την θάλασσα μαζί με τον καπετάνιο. Βλέπεις προάχθηκα σε υποπλοίαρχο και τώρα μπορούσα να είμαι μαζί με τον καπετάνιο στο τιμόνι και στις βάρδιες. Αχ! είχα να δω τη θάλασσα τόσο ήρεμη πολύ καιρό. Ήταν πραγματικά μια πολύ όμορφη νύχτα.

-Ε μικρέ, ξύπνα!
-Ναι κύριε, πείτε μου.
-Χάζεψες.
-Συγγνώμη.
-Έλα δεν πειράζει. Βλέπεις εκείνη τη βραχονησίδα;
-Ναι
-Λένε πως την περιτριγυρίζουν παράξενα στοιχειά και πως το βράδυ ακούς κραυγές και αναστεναγμούς από αδικοχαμένους ναυτικούς.
-Εγώ, κύριε, αυτά δεν τα πιστεύω. Οι ναυτικοί βγάζουν πολλές ανόητες ιστορίες όταν έχουν βάρδια.
-Αυτή η ιστορία είναι διαφορετική. Άντε, κι επειδή σε συμπάθησα θα κάτσω να στην πω. Λοιπόν άκου:
   Ήταν κάποτε ένας ναυτικός που ταξίδευε για πολλά χρόνια.... Τόσα πολλά, που η μυρωδιά της θάλασσας και η ψαρίλα είχαν γίνει ένα με αυτόν. Δύο ήταν οι μεγάλες του αγάπες, η θάλασσα και η γυναίκα του. Γι' αυτό κάθε τόσο ξεμπάρκαρε στο λιμάνι του Πειραιά και πήγαινε να δει την αγαπημένη του. Η δύσμοιρη γυναίκα καρτερούσε την επιστροφή του μένοντας πάντα πιστή.
   Τα χρόνια όμως περνούσαν. Έτσι κάποτε που ο καπετάνιος ξεμπάρκαρε στο λιμάνι του Πειραιά ένα απόγευμα, συνάντησε έναν γερο λοστρόμο συνταξιούχο. Ο γερο λοστρόμος επειδή γνώριζε τον καπετάνιο, τον χαιρέτησε και του 'πε σχεδόν διστακτικά :
- Καημένο παλικάρι, τι κακοπάθεια σε βρήκε...
-Κυρ-Αποστόλη για ποια κακοπάθεια μιλάς; 
-Η γυναίκα σου σε άφησε και παίρνει έναν άλλο άντρα...
Ο καπετάνιος έτρεξε γρήγορα στο σπίτι του. Όταν έφτασε, η γυναίκα του η Άννα  άνοιξε την πόρτα. Ο καπετάνιος πήγε να την αγκαλιάσει, όμως εκείνη αποτραβήχτηκε :
- "Αννούλα μου ο Κυρ-Αποστόλης μου 'πε πως...
- Ναι, ξέρω, εγώ τον έστειλα να  σε βρει. Δεν αντέχω να σε περιμένω, να αγωνιώ κάθε βράδυ για τη ζωή σου και να κάνω προσευχές. Πρέπει ο καθένας να τραβήξει τον δικό του δρόμο, είπε εκείνη και τον αποχαιρέτησε για πάντα.
   O καπετάνιος έχασε τη γη κάτω απ' τα πόδια του, η ζωή του καταστρεφόταν μέσα σε λίγα λεπτά. Χωρίς να κοιτάξει πίσω του, έτρεξε και πήρε το δρόμο του λιμανιού. Είχε ξεκινήσει να βρέχει και η θάλασσα ήταν φουρτουνιασμένη. Το λιμάνι το είχε τυλίξει η ομίχλη και το μόνο που ξεχώριζε ήταν το άσπρο φως του φάρου που γυρνούσε ρυθμικά γύρω γύρω. Ο καπετάνιος τότε, μπήκε στο καράβι του και χάθηκε μέσα στο αχανές πέλαγο. Ώσπου η φουρτούνα ξέβρασε αυτόν και το πλοίο του σ' αυτήν εδώ την βραχονησίδα.
   Κάποιοι λένε πως πνίγηκε, κάποιοι άλλοι πως πέθανε από ασιτία. Το πνεύμα του όμως τριγυρνάει γύρω από το νησί στριγκλίζοντας μέσα στην ηρεμία της θάλασσας το όνομα της γυναίκας του. Όμως ένα πράγμα είναι σίγουρο: πως δε λησμόνησε ποτέ τα λόγια που του 'παν μιαν κούφιαν ώρα στο λιμάνι...
-Φοβερή ιστορία, κύριε...
   Τότε, ένας εκκωφαντικός ήχος, σα φωνή, ακούστηκε σε όλο το καράβι κάνοντας τον καπετάνιο και τον υποπλοίαρχο να ανατριχιάσουν...
 .

Τρίτη 24 Απριλίου 2012

Κ. ΚΑΒΑΦΗΣ, Όσο μπορείς...


Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,                                 
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ' εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.


[1913]